Tango & Βαλς. Οι Περιθωριακοί Χοροί Που Έφτασαν Στα Ευρωπαϊκά Σαλόνια


Τον 18ο αιώνα ένας καινούργιος χορός έκανε την εμφάνιση του στα ευρωπαϊκά, αριστοκρατικά σαλόνια. Ήταν το βαλς, ο πρώτος χορός που ο άντρας με τη συνοδό του ερχόταν σε στενή επαφή. Ο καβαλιέρος ζητούσε από τη ντάμα να χορέψουν, την έπιανε από τη μέση και στη συνέχεια στροβιλίζονταν με συνεχόμενες κινήσεις μέσα στην αίθουσα. 

  Το γεγονός πως οι δύο χορευτές είχαν στενή σωματική επαφή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους Ευρωπαίους και είχε απαγορευτεί σε ορισμένα μέρη της Γερμανίας και της Ελβετίας. Χαρακτηριστικά όπως ανέφεραν γερμανικά βιβλία του 18ου αιώνα «το βαλς είναι η απόδειξη της αδυναμίας του σώματος και του μυαλού της γενιάς μας». Το βαλς για χρόνια ήταν συνδεδεμένο με άσεμνες συμπεριφορές λόγω της στενής επαφής των χορευτών. Ο Γάλλος φιλόσοφος Μονταίν είχε αναφέρει πως το 1580 είχε δει στην πόλη Άουγκσμπουργκ της Γερμανίας έναν χορό που τα ζευγάρια ακουμπούσαν τα πρόσωπα τους.

Το βαλς προέρχεται από τη γερμανική λέξη walzen που σημαίνει γυρίζω.
  Η ιστορία του βαλς ξεκινάει τον 13ο αιώνα στην Αυστρία και την Γερμανία. Ενώ αργότερα θεωρούνταν χαρακτηριστικός χορός της αριστοκρατίας, ξεκίνησε να χορεύεται από τους χωρικούς.
Οι αγρότες της εποχής χόρευαν έναν χορό που διέφερε από τους υπόλοιπους, καθώς χόρευαν σε ζευγάρια και έκαναν έντονες χορευτικές κινήσεις.
Ωστόσο ο συγκεκριμένος χορός μέχρι τον 16ο αιώνα δεν είχε γίνει ακόμα δημοφιλής. 
Τον 18ο αιώνα το βαλς έγινε γνωστό στη Βιέννη και άρχισε να χορεύεται συστηματικά από τους Βιενέζους. 
Τότε ξεκίνησαν στη Βιέννη οι δημόσιες χοροεσπερίδες, όπου μπορούσε να συμμετέχει και ο απλός λαός. Οι χορευτές επιδίδονταν σε χορό που ονομαζόταν Walzer, απ’όπου προέρχεται η ονομασία βαλς.

Το πιο διάσημο βαλς τραγούδι του Στράους είναι το Lorelei Rheinklänge, Op. 154. Ο Γιόχαν Στράους ήταν από τους πρώτους βαλς συνθέτες και αποκαλείται «ο πατέρας του βιενέζικου βαλς». Ο γιος του τον ξεπέρασε σε φήμη και συνέθεσε μια σειρά βαλς μουσικών που του προσέδωσαν τον τίτλο «Βασιλιά του βαλς».
  Οι Βιενέζοι πρόσθεσαν μερικές ακόμα κινήσεις και το βαλς εξαπλώθηκε σιγά σιγά στη Γαλλία και στην Αγγλία. 
Στην Αγγλία εκείνης της εποχής ο χορός θεωρήθηκε επαναστατικός καθώς οι γυναίκες με τους άντρες σπάνια ερχόταν σε επαφή μεταξύ τους. 
Το βαλς απαιτούσε σωματική και οπτική επαφή μεταξύ αντρών και γυναικών σε δημόσιους χώρους. 
Λέγεται μάλιστα πως η Βασίλισσα Βικτόρια ήθελε πολύ να χορέψει βαλς, αλλά δεν την άφηναν έως ότου παντρευτεί γιατί θεωρούνταν σκανδαλώδης χορός για μια ανύπαντρη.

Το Βιενέζικο βαλς είχε πιο γρήγορες κινήσεις και το μοντέρνο βαλς είχε πιο αργό βηματισμό επειδή περιείχε πιο περίπλοκες φιγούρες.
  Η μουσική επένδυση του βαλς με έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως των Τζόσεφ Λάνερ και του Γιόχαν Στράους, έδωσε στον χορό ακόμα μεγαλύτερη ώθηση και διέγραψε την κακή φήμη των προηγούμενων χρόνων.

  Ο άνθρωπος ωστόσο που καθιέρωσε το βαλς με τη μουσική του ήταν ο γιος του Στράους, ο Γιόχαν Στράους ο νεότερος, που έγινε διάσημος για τις βαλς συνθέσεις τους. 
Στα μέσα του 19ου αιώνα το βαλς άρχισε να εξαπλώνεται στην Αμερική και σε πολλές ακόμα χώρες, και δημιουργήθηκαν πολλές παραλλαγές του χορού. 
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να χάνει τη δυναμική του και να επισκιάζεται από τους καινούργιους χορούς που εμφανίστηκαν.

Η βασίλισσα Βικτόρια που υποδύεται η Έμιλι Μπλαντ χορεύει βαλς με τον πρίγκιπα Αλβέρτο που υποδύεται ο Ρούπερτ Φρεντ στην ταινία «Βασίλισσα Βικτόρια: Τα χρόνια της νιότης».


Το Tango


Το Tango ήταν ο χορός των φτωχών μεταναστών της Αργεντινής που περίμεναν με τις ώρες έξω από τους οίκους ανοχής. Αρχικά χορευόταν μόνο από άντρες που προσπαθούσαν να γοητεύσουν τις λιγοστές ιερόδουλες και ο χορός τους διαδόθηκε στην Ευρώπη. Οι διανοούμενοι γοητεύτηκαν από τον αισθησιασμό...

  Στις αρχές του 20ο αιώνα, στο Μπουένος Άιρες ζούσαν άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Οι περισσότεροι ήταν νεαροί άντρες, που είχαν ταξιδέψει από την άλλη άκρη του κόσμου για να βρουν δουλειά ή μια ευκαιρία να πλουτίσουν. Ήταν μετανάστες από την Ιταλία, την Ισπανία, που περίμεναν να βγάλουν χρήματα και να γυρίσουν στην Ευρώπη να παντρευτούν ή αλλιώς, να φέρουν στην Αργεντινή μια Ευρωπαία νύφη. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από νέους ανύπαντρους άντρες, οι γυναίκες αποτελούσαν «είδος προς εξαφάνιση» και ήταν περιζήτητες. Οι άντρες σχημάτιζαν ουρές έξω από τους οίκους ανοχής, περιμένοντας τη σειρά τους.

  Ακόμη και μετά την αναμονή όμως, δεν ήταν σίγουρο πως θα βρισκόταν κάποια ιερόδουλη να τους εξυπηρετήσει. Αφού οι γυναίκες ήταν λίγες, ήταν λίγες και οι ιερόδουλες, με αποτέλεσμα οι άντρες να πρέπει να «διαγωνιστούν» για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους. Για να τις γοητεύσουν, χόρευαν τανγκό και ο καλύτερος χορευτής κέρδιζε μια θέση στην «καρδιά» της.

  Έτσι καθιερώθηκε να χορεύεται το τανγκό στους οίκους ανοχής. Μέχρι τότε ήταν ένας απ’ τους πολλούς χορούς του δρόμου που είχε προκύψει ύστερα από το συνδυασμό πολλών ειδών ευρωπαϊκών, αφρικανικών και λατινοαμερικάνικων χορών. Το όνομα του, «τανγκό», πιστεύεται ότι προέρχεται από την ισπανική λέξη για το ταμπούρλο, «tambor».


  Ίσως η εικόνα δυο ανδρών χορευτών να δείχνει αφύσικη, αλλά η «έλλειψη» θηλυκού παρτενέρ οδήγησε τους Αργεντίνους σε αυτήν τη λύση. Έτσι, ο χορός απέκτησε μεγαλύτερη δυναμική και ένταση, αφού παρέβλεπαν το ερωτικό στοιχείο.

  Ήταν χορός του δρόμου, των φτωχών και των μεταναστών. Τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε,  όπως και το βαλς, θεωρούνταν ένας υπερβολικά προκλητικός χορός. Οι κοινωνικές συνθήκες και ο συντηρητισμός της εποχής, εμπόδιζαν τις γυναίκες να βρεθούν στην αγκαλιά των ανδρών.

  Το ζευγάρι χόρευε αγκαλιασμένο σφιχτά και ο ερωτισμός ήταν διάχυτος. Όπως ήταν φυσικό, όσες γυναίκες δεν εργάζονταν σε οίκους ανοχής, απαγορευόταν να έχουν τόσο «στενή επαφή» με κάποιο άνδρα, που δεν είχαν παντρευτεί.

  Όσοι άνδρες, λοιπόν, επιθυμούσαν να χορέψουν, έπρεπε να βρουν εναλλακτικές λύσεις. Έτσι, ξεκίνησαν να χορεύουν μεταξύ τους. Φυσικά, αυτός ο χορός δεν είχε ερωτικό στοιχείο. Το ζευγάρι έμοιαζε να είναι «πιασμένο στα χέρια», να μάχεται.


  Με το πέρασμα των χρόνων, το τανγκό άρχισε σιγά σιγά να απενοχοποιείται και να χορεύεται ακόμα και σε πιο «ευυπόληπτα» μαγαζιά.

  Αλλά τότε εμφανίστηκαν άλλα προβλήματα. Τις πρώτες δεκαετίες του 1900, υπήρχαν πολλοί περισσότεροι άνδρες απ’ ότι γυναίκες στην Αργεντινή. Αν κάποιος άνδρας ήθελε να βρει σύζυγο, έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την διεκδικήσει από πολλούς άλλους ενδιαφερόμενους.

  Το τανγκό ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος να γοητεύσει ο άνδρας την «καλή» του, με την χορευτική του δεινότητα. Όσο καλύτερος χορευτής ήταν, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να την κατακτήσει.

  Οι άνδρες, λοιπόν, «προπονούνταν» με άλλους άνδρες και όταν έκριναν ότι είχαν φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αναζητούσαν την «ντάμα» τους.

  Η εκμάθηση του χορού ξεκινούσε, με τον μαθητή να παρακολουθεί τους υπόλοιπους χορευτές. Στη συνέχεια, έπαιρνε τον ρόλο της γυναίκας και ακολουθούσε τα βήματα του «καβαλιέρου» του. Όταν πια αποκτούσε κάποια εμπειρία, μάθαινε τον χορό σε κάποιον άλλο νεαρό άνδρα. Η διαδικασία αυτή, μπορούσε να πάρει ακόμα και ένα χρόνο για να ολοκληρωθεί.

  Σταδιακά, οι γόνοι των πλουσιότερων οικογενειών, που φυσικά επισκέπτονταν τους οίκους ανοχής όπως και οι φτωχοί, γνώρισαν το τανγκό και το μετέφεραν στην Ευρώπη, όπου πήγαν να σπουδάσουν. 
Έτσι, ο αισθησιακός αυτός χορός κατέληξε στο Παρίσι, την πόλη που τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα φιλοξενούσε καλλιτέχνες και πρωτοπόρους διανοούμενους, οι οποίοι αντί να σοκαριστούν από τον προκλητικό χορό, τους γοήτευσε. 
Το 1930 στην Ευρώπη επικράτησε «τανγκομανία». Παντού χορευόταν ο νέος χορός, που αποτελούσε την τελευταία λέξη της μόδας. 
Λίγο αργότερα, το τανγκό εμφανίστηκε και στον κινηματογράφο με αστέρες της εποχής, όπως ο Ροντόλφο Βαλεντίνο, να υποδύονται παθιασμένους Αργεντίνους και να χορεύουν στη μεγάλη οθόνη.


  Στην Αργεντινή το τανγκό έγινε εθνικός χορός. Ο κόσμος το χόρευε και συνεχίζει να το χορεύει στα μαγαζιά και στους δρόμους. Όταν η οικονομία πήγαινε καλά, συγκεντρώνονταν σε τεράστια, πολυτελή κέντρα, αλλά όταν υπήρχε φτώχια, χόρευαν σε μικρά σκοτεινά δωμάτια. Από τη δεκαετία του 1950, όταν άρχισε να επικρατεί η μουσική ροκ εν ρολ που προερχόταν από τη βόρεια Αμερική, το τανγκό άρχισε να χάνει τη δημοτικότητά του, ακόμα και στην Αργεντινή. Η μόδα επανήλθε τη δεκαετία του 1980, όταν το σόου «Tango Argentino» έκανε παγκόσμια περιοδεία και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Το τανγκό επέστρεψε ως ένας από τους πιο αγαπημένους χορούς στον κόσμο. Η εξέλιξή του συνεχίζεται, ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα, όπου νέοι χορευτές το έχουν εμπλουτίσει με καινούριες φιγούρες και στυλ, συνδυάζοντας το με σύγχρονα είδη χορού.


  Τελικά, κάθε τι ωραίο αποκτάται με κόπο και πάθος.



Πηγές: Μηχανή Του Χρόνου
Από το Blogger.