Της Αγάπης Το Απάντεμα


Από την ανατολή ως τη δύση κι από το βορρά ως το νότο,
οι πατρίδες αναπαύονται στων αιώνων τις αιώρες. Ένας ήλιος
για όλους χώρεσε σε μια φωταχτίδα και πίσω απ' την καγκελόπορτα
έγνεψε του γιασεμιού ν' ανοίξει. Μοσχοβολούν οι στράτες.
Λύσε τα μαλλιά σου κι ανάσαινε... τον έρωτα!!!


Να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να ‘πιανα τα κερκέλια
Ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τ’ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τ’ ατίμητο χρυσάφι




 Ενός έρωτα η μνήμη με καρτέρεψε
ήμουν άπιαστο αγρίμι και με ημέρεψε.

Στόμα ζάχαρη και μέλι
το φιλί σου ποιος δε θέλει;
φλόγα άφωνη η ματιά σου
κάθε βλέμμα μια φωτιά σου.

Δρόμος δύσκολος η αγάπη και κουράστηκες
πήρες άλλο μονοπάτι και ξεχάστηκες










Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’  ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω. Μ’ ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ ακούς












Μιλώ σου με τα μάτια μου
κι αυτό νομίζω φτάνει
να καταλάβεις η καρδιά μου
σε ποια μεριά σε βάνει
Τον τόπο που 'χω στην καρδιά μου
για σένα φυλαμένο
είναι μπαξές που μήδε εγώ
καμιά φορά δε μπαίνω
Φωτιά θα βάλω να καώ
και ύστερα θέλω να ρθεις
την στάχτη με τα χέρια σου
το σ αγαπώ να γράψεις


Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.

Από το Blogger.